- φλαμπουριάρης
- ο(λ. λατ.), αυτός που κρατάει το φλάμπουρο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλαμπουριάρης — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Επτανήσου, η οποία, μετά την Άλωση (1453), έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε αρχικά στην Κρήτη, για να εγκατασταθεί τελικά, στο μεγαλύτερο μέρος της, στη Ζάκυνθο. Στον Ιωάννη Φ. και στους απογόνους του, η… … Dictionary of Greek